- ιερακάρης
- ιερακάρης, ο και γερακάρης, οαυτός που διατρέφει και γυμνάζει γεράκια για το κυνήγι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιερακάρης — ἱερακάρης, ὁ (Μ) [ιερακάριος] 1. ο γερακάρης* 2. αξιωματούχος ο οποίος μεριμνούσε για τη συντήρηση και την εκγύμναση κυνηγετικών γερακιών … Dictionary of Greek